- οινίζω
- (I)οἰνίζω (Α [οίνος]1. μοιάζω με κρασί, έχω γεύση, οσμή ή χρώμα κρασιού2. μέσ. οἰνίζομαια) παίρνω κρασί με ανταλλαγή, ανταλλάσσω κάτι με κρασί («οἰνίζοντο... Ἀχαιοὶ ἄλλοι μὲν χαλκῷ ἄλλοι δ' αἴθωνι σιδήρῳ», Ομ. Ιλ.)β) αγοράζω κρασί («οἶνον μελίφρονα οἰνίζεσθε», Ομ.Ιλ)γ) (γενικά) προμηθεύομαιδ) πίνω κρασί.————————(II)οἰνίζω (Α) [οίνη (II)](κατά τον Ησύχ.) «οἰνίζειντο μονάζειν κατὰ γλῶσσαν».
Dictionary of Greek. 2013.